30.6.07

όνειρο



Μα σε ποιον νομίζεις πως μιλάς?

Τόσα χρόνια θαρρείς δεν σ'έμαθα?
Τρελλός είσαι.
Αυτός είσαι, που ξεχνιέται καμιά φορά και πιστευει.
Νομίζει τουλάχιστον.
Στοιχειώνεις σε ξινισμένα υγρα ξεχασμένος
κάτω από τεράστιες σκονισμένες μαύρες σακούλες,
τυλιγμένος στην υγρασία της σκοτεινής αποθήκης.

μ'αναπνοές δικές μου, με δανεικές βολεύεσαι.

κάθε φορά τα ίδια κάνεις..

για πόσο ακόμα?

κι αρχίζεις πάλι να ιδρώνεις..
σαν το σκυλί γλύφεις τα μπροστινά σου πόδια

ανάποδα

ανάποδα

περπατάς

πάλι

ανάποδα

-Έχουμε λίγο ακόμα..

-Ωωωω, ναι, ε? Αλήθεια..

Γιατί συνάντησα ξανά εκείνον χθες βράδυ κι ήταν ιδαίτερα φλύαρος, ξέρεις!
αλλά όχι! δεν θα σου πω! όχι!

Θα δεις μόνη σου πως εκείνος ξέρει καλά τι λέει!
Ακούς? Μόνη σου.

Πίσω απ'τη τζαμαρία ξεχώριζε από μακριά η σκούρα του φιγούρα το πρωί.

Δεν είχε καμία όρεξη να δει πάλι τα μούτρα του κι ετσι παρέμεινε σκυφτή στο γραφείο, δήθεν πως είναι χωμένη στα μπόλικα χαρτιά της.

Πώς ένοιωθε την απειλή όσο μακριά κι αν ήταν κάθε φορά, πραγματικά εντυπωσιακό.

πως την ξεγελούσε κάθε φορά και πάλι πιο δεμένη ένοιωθε.
δική μου, της ψιθύριζε κάθε βράδυ που πριν κοιμηθεί του γυριζε την πλάτη.

της χάιδευε τα μαλλιά, περνούσε το χέρι του στη μέση της και όλο το βράδυ της μιλούσε.

αυτός ήταν ο χρόνος τους. μόνο οι δυο τους.

Περπατούσε στον διάδρομο με βήματα αργά να προλάβει να της κλέψει όσα μπορεί πριν πλησιάσει.
Και σήμερα πάλι κάτι δεν του άρεσε, για την ακρίβεια εδώ και μέρες κάτι είχε καταλάβει..

"σε είχε μάλλον βαρεθεί πια κι ας μην τολμά να στο πει" του 'λεγαν.

Να 'τος πάλι, σκέφτηκε.

Σήμερα, δεν θα της μιλούσε.

Την άφησε πίσω του ήσυχη.

Θα της περάσει, σκέφτηκε.

Θα ηρεμήσει και θα ΄μαστε όπως πριν.

Μόνο γύρισε την επιγραφή της γυάλινης πόρτας του γραφείου της περνώντας.

τώρα έγραφε:

"ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ".

Κάθισε απέναντι σιωπηλός. Ακίνητος.

Την κοιτούσε μόνο στα μάτια.

Χτύπησε το τηλέφωνο.

-Γύρισες επιτέλους?

-Εεε.., δεν έφυγα τελικά, έμεινα σπίτι.

-Εχθές βράδυ.. έμαθα! χθες επιτέλους έμαθα πώς πετάνε, ακούς!

-..χθες το βράδυ μετρούσα σπασμούς ..



27.6.07

24.6.07

22.6.07


20.6.07

Oι τελευταίοι

Mεγάλα λόγια
που φωνάξαμε στους δρόμους
μικρές αλήθειες που αποσιωπήσαμε στον εαυτό μας...

Γι' αυτό σου λέω
πρέπει να βρείς έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,
όχι να περιμένεις την πράξη - είναι τότε αργά.

...σκορπιασμένα τα
φύλλα του ημερολογίου σαν μικροί απεριποίητοι τάφοι
σ' ένα ιδιόκτητο κοιμητήρι.

Tα μαλλιά της γεράσανε και πάνω στα ωχρά της χείλη
σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά και πολλά ανοιξιάτικα λόγια.

...και μέναμε κι οι δυό μετέωροι κι ολομόναχοι, κρεμασμένοι
απ' την αρπαγή
μιας ασυνάντητης ηδονής...

...είναι τώρα το ανάχωμα
ενός τάφου
που έθαψαν όλη την εφηβική παντοδυναμία μου.

Γιατί οι άνθρωποι μόνο όταν βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σου
βεβαιώνονται οτι κι εσύ υπάρχεις.

...ο ουρανίσκος μου είναι
ένα μικρό κοιμητήρι όπου σαπίζουν
χιλιάδες ανείπωτα λόγια.

Tο ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς - την πρώτη μέρα
που διστάσαμε να πάρουμε μιάν απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι
σε μιάν αναβολή.

Oλα όσα αρνηθήκαμε - αυτό είναι το πεπρωμένο μας.

H μήπως το μέγιστο μάθημα του Iησού ήταν η ώρα η νεανική
που θάπρεπε να πεθάνουμε.

...τα βήματα μιας μεγάλης ώρας που προσπαθήσαμε ν' αποφύγουμε
τα βήματα μιάς μικρής θυσίας που δεν τολμήσαμε να κάνουμε...

...κάθε τόσο σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο του
σαν να ζητούσε συγνώμην που υπήρχε.

...η αίσθηση του ανεκπλήρωτου
όταν είχαμε πετύχει, φιλοδοξίες, τύψεις, γενναιότητες
που σαν μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ώς το άπειρο
τον ελάχιστο εαυτό μας...
Kαι δεν είδαμε τίποτα απ' τον απέραντο κόσμο.

..

Λειβαδίτης Τάσος (1966)





19.6.07


Ε

Μ

Π

Ι

Σ

Τ

Ο

Σ

Υ

Ν

Η

17.6.07

μ0β


Περπατούσε με μεγάλα, γρήγορα βήματα, αγχώθηκε για μια στιγμή νομίζοντας πως χάθηκε στα στενά. Ήταν κι αυτοί οι δυο αρκετά περίεργοι, γεροδεμένοι άντρες που είδε να φεύγουν πίσω της. Κάποιος πάνω σε μηχανή προσφέρθηκε να την "πετάξει" μέχρι παρακάτω. Δεν του απάντησε. Περπάτουσε κοιτώντας μόνο μπροστά. Ευτυχώς γρήγορα έφυγε. Συνήθως έτσι κάνουν. Αν και κάπου θα 'θελε ακριβώς να την πετάξει τώρα.

Μπήκε στ'αμάξι και αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανείς τριγύρω έβαλε το κλειδί στη μηχανή μόνο για να παίξει τ'αγαπημένο κομμάτι.Το πάρκινγκ που είχε ένα σωρό αυτοκίνητα πριν, τώρα σχεδόν άδειο. Δυο αυτοκίνητα μόνο, παρατημένα απέναντι σε μια αλάνα από χαλίκι που στα σκοτεινά το 'λεγες και χιόνι. Χιόνι την 17η Ιουνίου όμως?
Πόσο περίεργο θα 'ταν. Ανέβασε το βλέμμα ψηλά σε κάτι ξεχασμένα ρούχα, σε μια ταράτσα, όλα πορτοκαλί, όλα όμοια, σαν το χρωμα του έρημου στενού.
Μ'ευλάβεια αγκάλιασε το τιμόνι. σαν να ταν μωρό. Πέταξε με μιας το τσιγάρο απ'έξω.

Πόσα λίγα και πόσα πολλά μπορεί να σημαίνουν. Ποιος θα βρισκόταν να της πει πόσα?
Ποιον θα άκουγε κι αυτή? Για λίγο, για μια στιγμούλα μόνο, δάκρυσε.
Θα 'ταν που θα'θελε πολύ τώρα να μπορούσε ν'ακουσει μια φωνή ήρεμη, μια ήσυχη φωνή.

Περισσότερο όμως θα 'θελε, να μπορεί να πάρει για λίγο μια φιγούρα, μια σκιά από ενα χαμόγελο. Με μια ανάσα..για λίγο. Και θυμήθηκε μια νύχτα απ'αυτές που τόσο γρήγορα φεύγουν.. Δεν τις καταλαβαίνει τις μέρες.

Δεν φιλιούνται οι άνθρωποι σαν γνωρίζονται.

Μέχρι να τελειώσει κι'αυτό θα πρέπει να το 'χει διαβάσει σκέφτηκε κι άναψε κι άλλο τσιγάρο.

Και να την πάλι. Μια σφιχτή αγκαλιά μόλις πέρασε από μπροστά της από αυτές που σαν στα πάντα παραδομένη σηκώνεις τα χέρια ψηλά και κλείνεις τα μάτια, ξέρεις.. απ'αυτές που τις ακούς μόνο.

Έφυγε..πόσο μακρινή έμοιαζε μέσα σε τόσο λίγο.. Τί θα μπορούσε ν'ακούσει...

Σκούπισε τα μάτια όπως όπως, έβαλε μπροστά τη μηχανή κι έγινε και εκείνη πορτοκαλί με τον δρόμο χωρίς να ξέρει για που ξεκίνησε. Σαν μέσα από όνειρο, βρέθηκε σε μια στιγμή στο αεροδρόμιο. Πρώτη φορά δεν ήξερε γιατί είχε έρθει. Δεν είχε κανέναν να πάρει και κανέναν ν'αφήσει. πορτοκαλί.

Κι εκείνη έπρεπε ν'ακολουθήσει τα σήματα μόνο για Αθήνα. Σταμάτησε αρκετές φορές, ήθελε να μην αφήσει τίποτα απ'έξω. Κανέναν και καμιά. Αυτός ο αέρας, σκεφτόταν καθώς ξεκινούσε πάλι, μακάρι να έπαιρνε μαζί του όλες τις υποψίες , έτσι, σε μια στιγμή.

Επόμενη στάση..πάνω απ'τα φώτα μιας πόλης που όλα τόσο μαζεμένα, τόσο κοντινά το 'να στ'άλλο τόση μοναξιά μαζεύουν, μια ολοστρόγγυλη, στιλπνή, γυάλινη μπάλα. Χορεύοντας απ'άκρη σ'άκρη μέσα σ'άυτό τον πανύψηλο φράχτη στα μάτια σου.

Κι όλα βαμμένα μ'αυτό το απαίσιο πορτοκαλί.

Μα..απ'τον καθρέφτη ξημέρωνε κιόλας.. κι όλα θα βάφονταν μωβ... Κι άλλο τσιγάρο.

Διάολε, αυτές οι ευθείες κάνουν αυτή την πρώτη στροφή να μοιάζει τόσο προκλητική.

Είχε ήδη φτάσει.

Θα έλεγες πως απόψε δεν ήθελε να γυρίσει πουθενά.

Άφησε το αμάξι σ'ένα πεζοδρόμιο πάνω.

Το υπόγειο, δεν θα το άντεχε τώρα.

15.6.07

ιπτΑμενα

Είναι φορές σαν κι αυτή που φαντάζομαι πως είναι τόσο μακριά τα πόδια μου που μπορώ από ταράτσα σε ταράτσα να πηδώ χωρίς τίποτα να μου κόβει τη φόρα και να αγγίζω τη θάλασσα μέσα απ΄την τελευταία μου πτώση που φτάνει απέναντι σε μια στεριά. σ’ ένα έρημο νησί που θα μοιάζει με τον ελέφαντα που φανταζόμασταν πως θα ‘ναι και ποτέ δεν πήγαμε ακριβώς γι’άυτό, για να μπορούμε να φανταζόμαστε. και θα ΄μαι λίγο βαριά με το νερό να τρέχει πάνω μου και θα κόβω τα περίεργα λουλούδια που θα βρίσκω και μυρίζουν υπέροχα μα δεν θα ξέρω τα ονόματά τους και έτσι θα τους δίνω δικά μου.. και θα ‘ρχεται το βράδυ και ο ήλιος θα τρέχει να κρυφτεί. και θα λάμπει στην θέση του το φεγγάρι που θα φωτίζει την θάλασσα κι όλα της τα νάζια και θα τονίζει την ηρεμία και την γαλήνη μου και.. θα ανάβουμε μια φωτιά πιο μεγάλη κάθε φορά για είναι δύσκολο να σβήνει.


12.6.07

Αν ασφάλεια


Nα πάρεις ό,τι χρειάζεσαι.
Μετά μπορείς να φύγεις.

Αν είναι όμως να φύγεις πιο γρήγορα, μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ.
Δεν τρίβω πια τα χέρια μου, μα τα γονατά μου
ξαπλωμένη στην άνετη πολυθρόνα μου να
σε χαζεύω σαν να ξέρω πως δεν θα σε ξαναδώ.
Και δεν χαμογελώ γιατί μόνο τώρα είμαι σίγουρη πως
έτσι θα γίνει. Γιατί τώρα γίνεται.
Θα σου ανοίξω την πόρτα. Θα την κλείσω για σένα.
Θα σε βάλω στο τρένο και θα βγω στο μπαλκόνι να βεβαιωθώ πως θα χαθείς κάποια στιγμή απ’τα μάτια μου.
Μετά θα καθίσω, ήρεμη πια, να συνεχίσω το αγαπημένο μου βιβλίο μου από ‘κει
που το άφησα.
Δεν θα θυμάμαι από πού και έτσι θα ξεκινήσω απ΄την αρχή πάλι.
Σε λίγο θα έρθω να με βρω.
Πλησίασα
ήδη.
Στο λιγοστό ουίσκι στο ποτήρι μου, νομίζω με είδα να μου κλείνω το μάτι.
Στα δυο μου βιβλία, στην ξεχασμένη οθόνη,
και στην βουτιά που καίγεται να της δοθώ
χωρίς κανένα δισταγμό.

έρχομαι..

7.6.07


ΜΗΝ ξεχνιέσαι.
ΜΗΝ αφήνεσαι.
ΜΗΝ σκέφτεσαι.
ΜΗΝ ρωτάς, κυρίως
ΜΗΝ απαντάς.

MHΝ σου χυθεί ο καφές.
ΜΗΝ σου ξεφύγει.
ΜΗΝ χάσεις το ραντεβού.
ΜΗΝ ξεχάσεις το mail.
ΜΗΝ νομίζεις πως ξέρεις.

ΜΗΝ το σηκώσεις.
ΜΗΝ τολμήσεις.
ΜΗΝ αργήσεις.
ΜΗΝ πας.
ΜΗΝ έρθεις.
ΜΗΝ πεις τίποτα, κυρίως
ΜΗΝ αλλάξεις τίποτα.


μα
είναι
τόσα
που θέλουν

6.6.07


Kάποτε θα θυμηθώ κάτι τόσο ωραίο, θά 'ναι φθινόπωρο σ' εκείνη τη μικρή πάροδο με τα υαλοπωλεία, εκεί που, όταν ξεπέσαμε, ο πατέρας πουλούσε ονειροκρίτες ― από τότε δεν ξαναβγήκα απ' τ' όνειρο κι όμως κρύωνα, αλλά μπορούσα τουλάχιστο να παραδοθώ στ' ανώμαλα πάθη μου: τη μελαγχολία ή το συνωστισμό ― γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, εγώ κανέναν ποτέ δεν αγάπησα κι αυτό το τρυφερό βλέμμα μου ήταν για εντελώς ιδιωτική χρήση
σαν την αθανασία των ποιητών.


Τ.Λειβαδίτης
Ανώμαλα Πάθη