22.11.10

Ένα απ'τα λίγα πάντα



Δε θα μουν σωστά 18 χρονών κι αυτό ένα απ'τα συνηθισμένα ξενύχτια σε μαγαζιά που γνωρίζεις κόσμο. Γιατί πριν νυχτώσει και μεθύσει η νύχτα όλοι ήταν κάποιοι άλλοι, που δεν ήξερες, όταν κάρφωσα τα μάτια στον ουρανό, σαν να 'μασταν ολομόναχοι κι είπα αυτή τη στιγμή θα την έχω για πάντα, απ'τα λίγα πάντα που κράτησα, αυτό το κομμάτι, είναι όλο εγώ

rene aubry ~ apres la pluie II




4.10.10

σχεδόν παντοτινά



κόκκινα μάτια και τσούζουν τα τόσα τσιγάρα που κι απόψε προσπαθούν να πνίξουν στους καπνούς λυτρώνοντας τα τόσα χρόνια τους πάνω στη δική σου μυρωδιά παντοτινό φευγιό μου


9.9.10

Αυτή


Θα ‘ναι σκοτάδι και θα διασχίζω το σαλόνι με γυμνά πόδια στο παγωμένο μάρμαρο ανάμεσα σε σκορπισμένα φύλλα σου. Πάνω στα άπειρα τετράδιά σου. Θα χω λυτά τα μαλλιά μου και θα μυρίζει φωτιά. Ανήσυχη φωτιά παντού. Τα τελευταία ξύλα στο τζάκι θα σιγοκαίνε. Κάπου εδώ θα σε ξεχνώ μες τα φώτα της Αθήνας που σιγοκαίει κι αυτή μαζί μας. Θα σε ξεχάσω και σήμερα κι ύστερα θα σε αδειάσω ποτήρι κόκκινο κρασί, με μιαν αμφιβολία πως ίσως ποτέ δεν με κατάλαβες, ολόιδια με την δική σου, ποτέ σίγουρος πως ήμουν εγώ.





18.7.10

Λίγο πολύ.


Πάντα μ'άρεσε να γυρνώ και να ρίχνω μια ματιά πίσω.
Σαν τελευταίο τσιγάρο.
Λίγο ή πολύ.
Πως ήμασταν, οι ποιοι εμείς.
Πότε και ποτέ. Καμιά φορά εκπτώσεις. Γιατί όχι; Ναι.
Συγκεχυμένα κάπως τότε ή τώρα, όχι πως άλλαξαν πολλά δηλαδή κι ας μην μοιάζουμε σε τίποτα. Άλλωστε το τι ξέρεις και τι μπορείς να κάνεις γι'αυτό είναι υπόθεση προσωπική.
Συγκεχυμένα λοιπόν, σε μιαν άλλη πόλη, σε ένα άλλο κοστούμι, με μαύρα ή ακόμη και λευκά, σε βαρετές ημερίδες σε κουραστικές κουβέντες δίχως νόημα και νήμα. Στο γραφείο ώρες ατελείωτες, σε παιδικές χαρές, σε λόφους, στη μέση του πουθενά, στη δική μου τέλος πάντων ξεχασμένη Αμερική βρίσκομαι πάλι κάπου εδώ γύρω σε ότι με έκανε να βουρκώσω, να θυμώσω, να αμφισβητήσω, να πληγώσω, ν'αφήσω πίσω. Και είναι κάμποσα να θυμηθώ.
Nύχτες στο λιμάνι με σηκωμένα φουστάνια να βρέχονται τα πόδια, ξημέρωμα στην παραλία με λόγια μισομεθυσμένα και προσευχές σε κάτι ανύπαρκτο που μας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.
Άνθρωποι και πάθη σε λανθασμένο χρόνο. Χρόνος λίγος και πάρα πολύς. Όμορφοι.
Τα είμαστε, τα είμαι. τα έφυγα. Δρόμοι στεγνοί, υγροί με στροφές που ακόμα πληγώνουν, με άπνοια, λιακάδα, να μυρίζουν ακόμα γιασεμί.. και βρεγμένα μαλλιά, ρούχα στο συρτάρι απείραχτα 8 χρόνια που δεν σε μυρίζουν πια.
Και κλάματα, βουβά. τα μεσημέρια καυτά που πλάγιαζα στον τάφο σου και σου ζητούσα ευθύνες. παιδί. παιδάκι.
Όλα μαζί σε μια μισοπικρή και αστεία ιστορία που χαίρεσαι που δεν την ξέρεις καλά ακόμη
χμ.. γιατί ακόμα σου τη φέρνει ξαφνιάζοντας τα πιο καλοστημένα σχέδιά σου προκαλώντας τα ειρωνικά σου γέλια, τα πιο έντονα. Τα πιο πολύ μας και τα λίγο μας.