18.7.10

Λίγο πολύ.


Πάντα μ'άρεσε να γυρνώ και να ρίχνω μια ματιά πίσω.
Σαν τελευταίο τσιγάρο.
Λίγο ή πολύ.
Πως ήμασταν, οι ποιοι εμείς.
Πότε και ποτέ. Καμιά φορά εκπτώσεις. Γιατί όχι; Ναι.
Συγκεχυμένα κάπως τότε ή τώρα, όχι πως άλλαξαν πολλά δηλαδή κι ας μην μοιάζουμε σε τίποτα. Άλλωστε το τι ξέρεις και τι μπορείς να κάνεις γι'αυτό είναι υπόθεση προσωπική.
Συγκεχυμένα λοιπόν, σε μιαν άλλη πόλη, σε ένα άλλο κοστούμι, με μαύρα ή ακόμη και λευκά, σε βαρετές ημερίδες σε κουραστικές κουβέντες δίχως νόημα και νήμα. Στο γραφείο ώρες ατελείωτες, σε παιδικές χαρές, σε λόφους, στη μέση του πουθενά, στη δική μου τέλος πάντων ξεχασμένη Αμερική βρίσκομαι πάλι κάπου εδώ γύρω σε ότι με έκανε να βουρκώσω, να θυμώσω, να αμφισβητήσω, να πληγώσω, ν'αφήσω πίσω. Και είναι κάμποσα να θυμηθώ.
Nύχτες στο λιμάνι με σηκωμένα φουστάνια να βρέχονται τα πόδια, ξημέρωμα στην παραλία με λόγια μισομεθυσμένα και προσευχές σε κάτι ανύπαρκτο που μας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.
Άνθρωποι και πάθη σε λανθασμένο χρόνο. Χρόνος λίγος και πάρα πολύς. Όμορφοι.
Τα είμαστε, τα είμαι. τα έφυγα. Δρόμοι στεγνοί, υγροί με στροφές που ακόμα πληγώνουν, με άπνοια, λιακάδα, να μυρίζουν ακόμα γιασεμί.. και βρεγμένα μαλλιά, ρούχα στο συρτάρι απείραχτα 8 χρόνια που δεν σε μυρίζουν πια.
Και κλάματα, βουβά. τα μεσημέρια καυτά που πλάγιαζα στον τάφο σου και σου ζητούσα ευθύνες. παιδί. παιδάκι.
Όλα μαζί σε μια μισοπικρή και αστεία ιστορία που χαίρεσαι που δεν την ξέρεις καλά ακόμη
χμ.. γιατί ακόμα σου τη φέρνει ξαφνιάζοντας τα πιο καλοστημένα σχέδιά σου προκαλώντας τα ειρωνικά σου γέλια, τα πιο έντονα. Τα πιο πολύ μας και τα λίγο μας.